καρντάσης

καρντάσης
ο
αδελφός, σύντροφος, αδελφικός φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kardaş].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρντάσης — καρντάσης, ο και καρντάσι, το θηλ. ίνα (λ. τουρκ.) 1. αδερφός. 2. σύντροφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”